- παραχωρεῖται
- παραχωρέωgo asidepres ind mp 3rd sg (attic epic)παραχωρέωgo asidepres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Λουθηρανισμός — Η διδασκαλία του μεταρρυθμιστή της χριστιανικής θρησκείας Μαρτίνου Λούθηρου (βλ. λ.) και των μαθητών του· οι οπαδοί του λ. ονομάζονται ευαγγελικοί. Στη βάση της διδασκαλίας του Λούθηρου υπάρχει μια απαισιόδοξη ενατένιση της ανθρώπινης φύσης, που… … Dictionary of Greek
άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… … Dictionary of Greek
έθιμο — Κάθε ομαδική αντίληψη ή πίστη που εκδηλώνεται έμπρακτα και επανειλημμένα, ώστε να αποτελεί παράδοση (για παράδειγμα, η νύφη πρέπει να φορά πέπλο στον γάμο). Ένα άλλο γνώρισμα του ε. είναι πως αυτό συνιστά μια αυθόρμητη εκδήλωση, με την έννοια πως … Dictionary of Greek
ανάποινος — ἀνάποινος, ον (Α) αυτός που παραχωρείται ή που επιστρέφεται χωρίς λύτρα ή χωρίς δώρα (το ουδ. χρησιμοποιείται μόνο μία φορά, Ιλ. Α 99, σαν επίρρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν * στερ. + ἄποινα «δώρα, λίτρα» < ποινή] … Dictionary of Greek
γυρευτός — ή, ό [γυρεύω] 1. αυτός που παραχωρείται μετά από αίτηση 2. άξιος να ζητηθεί, περιζήτητος … Dictionary of Greek
δυναμικότητα — η 1. η ιδιότητα τού δυναμικού 2. το ανώτατο όριο στο οποίο μπορεί να εντείνει κανείς τις δυνάμεις του, η αποδοτικότητα, η δραστηριότητα 3. (στο εμπόριο) σε περιορισμό εισαγωγής προϊόντων το δικαίωμα που παραχωρείται σε εμπόρους ή βιομηχάνους για… … Dictionary of Greek
εδαφονόμος — ο (στον Ιόνιο Κώδικα) αυτός στον οποίο παραχωρείται κτήμα με υποχρέωση εδαφονομίου … Dictionary of Greek
εισιτήριος — ο (AM εἰσιτήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» εισαγωγικές εξετάσεις β. «εισιτήριος λόγος» εναρκτήριος λόγος γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι»… … Dictionary of Greek
εκγίγνομαι — ἐκγίγνομαι (Α) 1. κατάγομαι από κάποιον 2. είμαι παιδί κάποιου 3. έρχομαι στη ζωή 4. προέρχομαι, παράγομαι 5. (για χρόνο) περνώ 6. απρόσ. α) επιτρέπεται, παραχωρείται («ἵν ἤν σὺ βούλῃ τὸν ἄνδρα κολάσαι τουτονί, σοὶ τοῡτο μή ἐκγένηται», Αριστοφ.)… … Dictionary of Greek